🇬🇷 el it 🇮🇹

τεχνητή γλώσσα

  • (γλωσσολογία) γλώσσα ειδικά κατασκευασμένη για συγκεκριμένη επικοινωνία, με αυστηρή διατύπωση, ώστε να αποφεύγονται οι ασάφειες της φυσικής γλώσσας της οποίας και είναι υποσύνολο
lingua artificiale
Wiktionary Links